- στρεψοδικώ
- [стрэпсодико] ρ заниматься крючкотворством, сутяжничать, придираться.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
στρεψοδικώ — στρεψοδικῶ, έω, ΝΑ χρησιμοποιώ στρεψοδικίες νεοελλ. διαστρέφω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + δικῶ (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικώ] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… … Dictionary of Greek